-
1 τροφή
A nourishment, food, Hdt.3.48, S.Ph.32, 953, Th.1.5, Ev.Matt. 3.4, Gal.6.35, Iamb.VP3.16, etc.;ἡ καθ' ἡμέραν ἀναγκαία τ. Th.1.2
; the means of maintaining an army, provisions, forage,τροφὴν παρέχειν Id.8.57
, cf. 6.93: pl., OGI56.70 (Canopus, iii B. C.), etc.2 βίου τροφαί way of life, livelihood, living, S.OC 338, 446; τροφή alone,δουλίαν ἕξειν τροφήν Id.Aj. 499
, cf. OC 362;φεῦ τῆς ἀνύμφου.. σῆς τροφῆς Id.El. 1183
;τὰς ἐκ γῆς τ. ηὕρετο Pl.Prt. 322a
: then, simply, mode of life,δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τ. Id.Phd. 81d
, cf. 84b;βώμιοι τ. E. Ion 52
.II nurture, rearing,παιδία.. τρέφειν.. τροφήν τινα τοιήνδε Hdt.2.2
, cf. 3; χάριν τροφᾶς ἀμείβων v.l. in A.Ag. 729 (lyr.);νέας τροφῆς στερηθείς S.Aj. 511
; : freq. in pl., ἐν τροφαῖσιν while in the nursery, opp. ἐφηβήσας, A.Th. 665;ἠνυτόμαν τροφαῖς Id.Ag. 1159
(lyr.);ὦ δυσάθλιαι τ. S.OC 330
;αἱ ἐμαὶ τ. E.Tr. 1187
;τ. δημόσιαι Arist.Rh. 1361a36
; ἐκτίνων τροφάς, much like τροφεῖα, A.Th. 548;οἷς ὀδύνας ἀντὶ τροφῶν ἔλιπον IG12(5).973
([place name] Tenos).III sts. in Poets for the concrete θρέμμα, brood, νέα τ. a new generation, S.OT1, cf. A.Th. 786 (lyr.); of animals, ἀρνῶν τροφαί, i.e. young lambs, E.Cyc. 189.IV a place in which animals are reared,ἰβίων τροφαί PTeb. 5.70
, cf. 62.19, al. (ii B. C.), PPetr.3p.221 (iii B. C.), etc.
См. также в других словарях:
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek